- αδρόπετσος
- -η, -ο 1. αυτός που έχει σκληρή, τραχιά επιδερμίδα, ο χοντρόπετσος2. ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδρός + πετσί.ΠΑΡ. αδροπετσιάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδροπετσιάζω — [αδρόπετσος] (στην Κρήτη) 1. γίνομαι τραχύς στην επιδερμίδα, χοντροπετσιάζω 2. γίνομαι ασυνείδητος, αφιλότιμος, αναίσθητος … Dictionary of Greek
αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… … Dictionary of Greek